- επαλώμαι
- ἐπαλῶμαι, -άομαι (Α)(αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ' ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, -ώμαι «περιπλανώμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek